- ἐπερώτησις
- ἐπερώτησιςquestioningfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπερωτήσει — ἐπερώτησις questioning fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπερωτήσεϊ , ἐπερώτησις questioning fem dat sg (epic) ἐπερώτησις questioning fem dat sg (attic ionic) ἐπερωτάω consult aor subj act 3rd sg (attic epic ionic) ἐπερωτάω consult fut ind mid… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπερωτήσεις — ἐπερώτησις questioning fem nom/voc pl (attic epic) ἐπερώτησις questioning fem nom/acc pl (attic) ἐπερωτάω consult aor subj act 2nd sg (attic epic ionic) ἐπερωτάω consult fut ind act 2nd sg (attic ionic) ἐπερωτάω consult aor subj act 2nd sg (attic … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπερωτήσεσι — ἐπερώτησις questioning fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπερώτησιν — ἐπερώτησις questioning fem acc sg ἐπερωτάω consult pres ind act 3rd sg ἐπερωτάω consult pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεπερώτητος — ἀνεπερώτητος, ον (Μ) αυτός για τον οποίο δεν έχει επέλθει επερώτησις, συμφωνία (κατά το Ρωμαϊκό Δίκαιο) … Dictionary of Greek
επερώτηση — η (AM ἐπερώτησις) [επερωτώ] ερώτηση επί συγκεκριμένου θέματος νεοελλ. γραπτή ερώτηση μέλους ή ομάδας μελών τού κοινοβουλίου, που στρέφεται εναντίον υπουργού, συναρμόδιων υπουργών ή τής κυβερνήσεως συνολικά μσν. σύμβαση η οποία δημιουργούσε… … Dictionary of Greek
ἐπερωτήσεων — ἐπερωτήσεω̆ν , ἐπερώτησις questioning fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπερωτήσεως — ἐπερωτήσεω̆ς , ἐπερώτησις questioning fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπερωτήσῃ — ἐπερωτήσηι , ἐπερώτησις questioning fem dat sg (epic) ἐπερωτάω consult aor subj mid 2nd sg (attic ionic) ἐπερωτάω consult aor subj act 3rd sg (attic ionic) ἐπερωτάω consult fut ind mid 2nd sg (attic ionic) ἐπερωτάω consult aor subj mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)